Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η οδοντογλυφίδα

См. также в других словарях:

  • οδοντογλυφίδα — η 1. μικρό ξυλαράκι ειδικά κατασκευασμένο για το καθάρισμα των δοντιών. 2. μτφ., άνθρωπος αδύνατος, ισχνός: Αυτός δεν είναι άνθρωπος, είναι οδοντογλυφίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδοντογλυφίδα — η (Α ὀδοντογλυφίς) επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, ίδος (πρβλ. ωτο γλυφίς)] …   Dictionary of Greek

  • κάρφος — το (AM κάρφος) [κάρφω] 1. ξερό χόρτο, άχυρο («ὄρνιθας δὲ λέγουσι μεγάλας φορέειν ταῡτα τὰ κάρφεα», Ηρόδ.) 2. ξερό κλαδί νεοελλ. φρ. «είναι κάρφος οφθαλμών» i) είναι αντικείμενο φθόνου ii) (για τέχνη) τερατούργημα (μσν. αρχ.) παροιμ. «οὐδὲ κάρφος… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίδα — η (Α καλαμίς) [κάλαμος] εργαλείο για τη σύλληψη πτηνών, ξόβεργα αρχ. 1. θήκη γραφικών καλάμων, γραφίδων, κονδυλοθήκη 2. γραφίδα, πένα 3. οδοντογλυφίδα 4. εργαλείο που τό χρησιμοποιούσαν πυρακτωμένο για κατσάρωμα τών μαλλιών 5. είδος καρφοβελόνας …   Dictionary of Greek

  • οδοντόγλυφον — ὀδοντόγλυφον, τὸ (Α) η οδοντογλυφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφον (< γλύφω «σκαλίζω»), πρβλ. ωτό γλυφον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»